δηλητήρια

δηλητήρια
δηλητήριος
noxious
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • τοξικολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα δηλητήρια, την επίδρασή τους στον οργανισμό και τη διάγνωσή τους. Πρώτος ο Ορφιλά μελέτησε τα δηλητήρια, εφαρμόζοντας επιστημονικές μεθόδους. Έτσι, έγινε δυνατή η ανίχνευση ελάχιστων ποσοτήτων τοξικών ουσιών,… …   Dictionary of Greek

  • εντομοκτόνα — Χημικά προϊόντα για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων. Ανάλογα με τον τρόπο που δρουν πάνω στα έντομα, τα ε. διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται στομαχικά δηλητήρια, τα οποία εισέρχονται στον οργανισμό από το στόμα και …   Dictionary of Greek

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • вредъ — ВРЕД|Ъ (179), А с. 1.Болезнь; нарыв, гнойник: ст҃ославъ... дрьжащю ст҃ааго роукоу [мощи] прилагааше къ вредоу. имь же бол˫аше на шии. и къ очима и къ темени. СкБГ XII, 20г; пьси же мимо ходѩще... отирахоу гнои. ѡ(т) оудовъ ѥго. облизающе врѣдъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отравьныи — (3*) пр. 1.Содержащий яд: иже ѡтравьноѥ ѡно брашьно сънѣдъ. словѹ да подастьс˫а (δηλητηριῶδες) ЖФСт к. XII, 155; въ волноѥ ѹбииство въмѣнѧютсѧ. и ина кака˫а зели˫а дающе ѹбиици сѹть и ти. и приѥмлющеѥ [так!] ѿ нихъ отравныѣ вилы. [вм. виды?] (τὰ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PHARMACOPOLAE — hodie dicuntur, qui non tantum simplicium medicaminum instituram exercent, sed etiam ex praescripto Medicorum antidotos miscent ac remedia conficiunt, longe diversi proin ab iis, quos Pharmacopolas vocavit Antiquitas. Nulli enim olim earum tentum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιμόλυση — Η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και η έξοδος της αιμοσφαιρίνης από αυτά. Α. μπορεί να προκληθεί από την ελάττωση της ωσμωτικής πίεσης του αίματος (π.χ. μετά από ένεση με αποσταγμένο νερό, οπότε τα ερυθρά αιμοσφαίρια απορροφούν νερό μέσα από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”